Σπαστικότητα: Διαχείρηση σε νευρολογικές παθήσεις
Τι είναι η σπαστικότητα?
Η σπαστικότητα συναντάται συχνά σε παθήσεις ή κακώσεις του κεντρικού νευρικού συστήματος όπως:
Χαρακκτηρίζεται από διακοπτόμενες ή συνεχείς μυϊκές συσπάσεις που πραγματοποιούνται εκτός της θέλησης του ασθενή. Η σπαστικότητα μπορεί να συμβάλλει σε προβλήματα της καθημερινότητας σε ασθενείς με νευρολογικές παθήσεις. Ενδεικτικά μπορεί να δυσχεραίνει τη χρήση του άνω άκρου κατά την προσπάθεια χρήσης αντικειμένων. Μπορεί να επηρεάζει τον άκρο πόδα με αντίκτυπο στην ισορροπία κατά την όρθια θέση και τη βάδιση. Παράλληλα, οι παρατεταμένες θέσεις των μελών σε περιπτώσεις υψηλής σπαστικότητας μπορεί να εμποδίζουν τον αποτελεσματικό καθαρισμό τους.
Πως προκαλείται?
Παλαιότερες θεωρήσεις σχετικά με τη σπαστικότητα την απέδιδαν αποκλειστικά σε παθολογικούς νευρολογικούς μηχανισμούς. Σύγχρονα δεδομένα προσθέτουν άλλους 2 παράγοντες που συμμετέχουν στην αύξηση και τη διατήρηση της σπαστικότητας: α) τις προσαρμογές στους μυς και το συνδετικό ιστό, καθώς και β) τις διαδικασίες μάθησης.
Συγκεκριμένα, η έλλειψη εκούσιας δραστηριοποίησης καθώς και οι παρατεταμένες θέσεις που λαμβάνουν τα μέλη του σώματος οδηγούν μέσα στο χρόνο σε:
- ρικνώσεις του δέρματος και των συνδετικών ιστών.
Οι αλλαγές αυτές με τη σειρά τους οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερη ακαμψία των μελών που εκλαμβάνεται κλινικά ως μεγαλύτερη σπαστικότητα. Παράλληλα, η σπαστικότητα μεταβάλλεται με βάση τη δραστηριότητα που εκτελείται ή τη θέση που λαμβάνει το άτομο. Για παράδειγμα μπορεί η σπαστικότητα στο άνω άκρο να είναι μικρότερη σε καθιστή θέση σε σχέση με την όρθια θέση ή τη βάδιση. Μάλιστα φαίνεται πως η επανάληψη δραστηριοτήτων που αυξάνουν τη σπαστικότητα μπορούν να οδηγήσουν σε ισχυροποίηση και παγίωση του φαινομένου μέσω διεργασιών μάθησης.
Μέσα από τις παραπάνω πληροφορίες σχετικά με την ανάπτυξη και την παγιοποίηση της σπαστικότητας προκύπτουν και τα σύγχρονα θεραπευτικά σχήματα.
Φαρμακευτικές παρεμβάσεις στη σπαστικότητα
Στο νευρικό τμήμα του προβλήματος ο ειδικός ιατρός μπορεί να συνταγογραφήσει φαρμακολογικούς παράγοντες που μπορούν να μειώσουν τη σπαστικότητα. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να αφορούν χορήγηση από το στόμα ή και την έγχυση τους απευθείας στους μυς. Στη δεύτερη κατηγορία ανοίκουν οι εγχύσεις botox. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει και η δυνατότητα χειρουργικής εμφύτευσης αντλίας. Η ειδική αντλία παρέχει αυτοματοποιημένα την απαραίτητη δόση του φαρμάκου σε στοχευμένα σημεία του νευρικού συστήματος. Στο χειρουργικό τομέα άπτονται και επεμβάσεις επιμήκυνσης μυών που έχουν υποστεί χρόνια βράχυνση. Αυτό βέβαια είναι σχετικά σπάνιο για ενήλικες ασθενείς και πιο συχνό σε περιπτώσεις βρεφών ή παιδιών που αντιμετωπίζουν νευρολογικά προβλήματα.
Κινητικές παρεμβάσεις για τον έλεγχο της σπαστικότητας
Παράλληλα, είναι σημαντικό να αναλυθεί σε ποιες καθημερινές θέσεις αυξάνεται η σπαστικότητα του ασθενή. Έχει παρατηρηθεί πως η κατάλληλη τοποθέτηση του ασθενή στο κρεβάτι και το κάθισμα ελαττώνει την σταδιακή αύξηση της σπαστικότητας και την πρόκληση μονίμων αλλαγών σε μυς και συνδετικό ιστό. Ειδικοί τεχνικοί και θεραπευτές μπορούν να βοηθήσουν στην διαδικασία τοποθέτησης του ασθενή στο κρεβάτι ή στην καθιστή θέση. Σε αυτό μπορεί να βοηθεί η ειδική διαμόρφωση του αναπηρικού αμαξιδίου, η εξατομικευμένη τροποποίηση του χώρου διαβίωσης ή ακόμα και η κατασκευή ναρθήκων ηρεμίας για το άνω ή το κάτω άκρο.
Οι ειδικοί θεραπευτές της κίνησης (φυσικοθεραπευτές, εργοθεραπευτές) μπορούν να διερευνήσουν αν είναι εφικτό οι δραστηριότητες να εκτελεστούν με τρόπο που να διεγείρει όσο δυνατόν λιγότερο τη σπαστικότητα, χωρίς ταυτόχρονα να προκαλείται λειτουργικό έλλειμμα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί κλινικά μέσω εξειδικευμένων θεραπευτικών χειρισμών, συμβουλευτική και κατάλληλη διευθέτηση του περιβάλλοντος.
Αυτή η διαδικασία βασίζεται εν μέρει στις κλινικές παρατηρήσεις που πραγματοποίησε η Berta Bobath στο Ηνωμένο Βασίλειο στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Με βάση τις αρχικές εργασίες της, καθώς και την μετέπειτα επιστημονική εξέλιξη, ο κλινικός θεραπευτής μπορεί να διερευνήσει τρόπους εξομάλυνσης του τόνου κατά την διαδικασία επανεκπαίδευσης λειτουργικών δραστηριοτήτων. Κατά αυτό τον τρόπο ελαχιστοποιείται η περαιτέρω «μάθηση» της σπαστικότητας μαζί με την επαναλαμβανόμενη εκτέλεση καθημερινών δραστηριοτήτων. Παράλληλα, σύγχρονα δεδομένα έχουν αναδείξει και άλλες θεραπευτικές πράξεις ως χρήσιμες για την μείωση της σπαστικότητας. Σε αυτέες συγκαταλέγεται η εφαρμογή συγκεκριμένων λειτουργικών ασκήσεων ενδυνάμωσης, η εξειδικευμένη εφαρμογή διατάσεων, καθώς και μορφές ηλεκτρικής διέγερσης.
Μηχανισμοί πλαστικότητας και κινητική βελτίωση
Σταδιακά καθώς η απόδοση του ασθενή βελτιώνεται μέσω μηχανισμών νευρικής και μυϊκής πλαστικότητας η θεραπευτική βοήθεια που χρειάζεται ο ασθενής μειώνεται. Ιδανικά ο στόχος είναι να επιτευχθεί η πλήρης ανεξαρτησία του ασθενή σε όσο περισσότερες καθημερινές δραστηριότητες και περιβαλλοντικές συνθήκες είναι εφικτό.
Να σημειωθεί βέβαια πως μέσα από αυτή τη διαδικασία επιδιώκεται η μείωση ή η αποφυγή αύξησης της σπαστικότητας και όχι η πλήρης αναστροφή. Η θεραπεία της σπαστικότητας δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά μέσο για τη βελτιστοποίηση της λειτουργικότητας. Παράλληλα μπορεί να συμβάλλει στην εξομάλυνση ορθοπεδικών προβλημάτων, στην καλύτερη αυτοεξυπηρέτηση και στην βελτίωση της ποιότητας ζωής. Αν η θεραπεία της σπαστικότητας δεν εξυπηρετεί κάποιον από αυτούς τους σκοπούς δεν έχει και ξεκάθαρη αιτία πραγματοποίησης.
Συνέπεια και επανάληψη
Επίσης, νεότερα δεδομένα δείχνουν πως η επίτευξη των αποτελεσμάτων πραγματοποιείται μέσα από την επανάληψη θετικών συμπεριφορών, καθώς και την αποφυγή συμπεριφορών ενισχυτικών προς τη σπαστικότητα. Είναι συχνό φαινόμενο η μείωση της σπαστικότητας κατά την πραγματοποίηση φυσικοθεραπευτικών ή εργοθεραπευτικών συνεδριών, αλλά η επανεμφάνιση της μετά το πέρας αυτών. Κλινικά η εκπαίδευση των ατόμων που βοηθούν τον ασθενή (νοσηλευτής, φροντιστής, οικογένεια) είνσι θεμελιώδης. Συγκεκριμένα μπορεί να βοηθήσει στην εκτέλεση καθημερινών δραστηριοτήτων με τη λιγότερη δυνατή ανάπτυξη της σπαστικότητας. Παρόμοια εκπαίδευση μπορεί να γίνει για την κατάλληλη τοποθέτηση στο κρεβάτι ή την καρέκλα από τις πρώτες ημέρες έναρξης του νευρολογικού προβλήματος.